- κροταφικός
- -ή, -ό (AM κροταφικός, -ή, -όν) [κρόταφος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κροτάφους (α. «κροταφικές αρτηρίες» β. «κροταφική χώρα» γ. «κροταφικό οστό»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροταφικός — κροταφικός, ή, ό και κροταφιαίος, α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρόταφο: Αυτά είναι κροταφικά οστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek
ωτοκροταφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί και στον κρόταφο 2. φρ. «ωτοκροταφικό νεύρο» ανατ. κλάδος τού οπίσθιου στελέχους τού τρίτου κλάδου τού τριδύμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κροταφικός] … Dictionary of Greek
μήνιγγες — Μεμβράνες που περιβάλλουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο σωλήνα. Είναι τρεις· από τα έξω προς τα μέσα: η σκληρά, ινώδους σύστασης και πολύ ανθεκτική, η αραχνοειδής, που στερείται αγγείων, είναι λεπτότατη και… … Dictionary of Greek